απαραχώρητος

απαραχώρητος
-η, -ο (AM ἀπαραχώρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί
αρχ.-μσν.
ο ανεπίτρεπτος
αρχ.
1. αυτός που δεν υποχωρεί, ο σταθερός στις αποφάσεις του, ανένδοτος
2. αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπαραχώρητος — not giving ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαραχώρητος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν παραχώρησε κανείς σε άλλον ή δεν μπορεί να παραχωρήσει: Υπάρχουν ορισμένα δικαιώματα που είναι απαραχώρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαραχωρήτως — ἀπαραχώρητος not giving ground adverbial ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραχώρητον — ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem acc sg ἀπαραχώρητος not giving ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραχωρήτους — ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραχώρητοι — ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”